- διασαλακωνίζω
- διασᾰλᾰκωνίζω, strengthd. for σαλακωνίζω, Ar.V.1169; but perh. better διασαικωνίζω, cf. Id.Fr.849.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διασαλακωνίσαι — διασαλακωνίζω aor inf act διασαλακωνίσαῑ , διασαλακωνίζω aor opt act 3rd sg διασαλακωνίζω aor inf act διασαλακωνίσαῑ , διασαλακωνίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασαλακώνισον — διασαλακωνίζω aor imperat act 2nd sg διασαλακωνίζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)